ἀρίδιον

ἀρίδιον
ἀρίδιον, τό, Dim. of ἀρίς, Hermes38.281.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ναυταρίδιον — ναυταρίδιον, τὁ (Α) υποκορ. τού ναύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + υποκορ. κατάλ. αρίδιον (πρβλ. πλοι αρίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • χαρταρίδιον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού χαρτάριον. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + υποκορ. κατάλ. αρίδιον (πρβλ. λιθ αρίδιον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”